Members Login
Username 
 
Password 
    Remember Me  
Post Info TOPIC: ''Αχ μάνα''


Status: Offline
Posts: 66
Date:
''Αχ μάνα''
Permalink   





Νάta_200x{Noque min} ( 5076 posts )
POSTED: 09/02/05 00:24

''Αχ μάνα''... ΦΡΙΚΑΡΑ... ΔΙΑΒΑΣΤΕ!...

ΠΑΙΔΕς ΤΑ ΕΠΑΙΞΑ..ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ... Κ ΜΕΤΑ ΑΦΗΣΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑς, ΑΝ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΓΙΑΤΙ ΕΓΩ ΕΜΕΙΝΑ ΕΦΩΝΗ...!


AX MANA!!!!!


Από άνδρες του τμήματος Ασφαλείας συνελήφθησαν και κρατούνται οι αδελφοί Γ. και Ν. Παπαδόπουλος, που ενέχονται σε υπόθεση κατοχής και χρήσεως ναρκωτικών, για την οποία γράψαμε στο χτεσινό φύλλο. Μαζί με τους δύο νεαρούς αδερφούς συνελήφθη και η μητέρα τους Σ. Παπαδοπούλου, η οποία φέρεται ως συνεργός. Το τμήμα Ασφαλείας βρίσκεται στα ίχνη και των υπολοίπων μελών της σπείρας, η οποία πιστεύεται ότι πολύ σύντομα θα εξαρθρωθεί.



Τι βραδιά κι απόψε, Παναγία μου! Πώς να πέσω απόψε σε τούτο το κρεβάτι να κοιμηθώ; Πώς να κλείσω απόψε τα μάτια μου, που μακάρι να τα έκλεινα μια και καλή και να μη με βρει αύριο η μέρα...

Να μην ξημερωθώ καλύτερα, μια και δε μού 'μεινε να δω και να πάθω κάτι χειρότερο απ' αυτό. Ποιος να μου το 'λεγε, ότι μια μέρα θα με κλείνανε στη φυλακή! Πού; Στη φυλακή! Γιατί σε παρακαλώ, κύριε δικαστή μου; Γιατί; Έκλεψα; Σκότωσα; Πήρα τον άντρα καμιανής; Ποιανού έκανα κακό και βασανίζομαι όπως οι άδικοι και οι κακοί στην κόλαση;

'Aκου στη φυλακή εγώ! Εγώ, η κυρά Στέλλα, που μ' αγαπούσανε στην αγορά μικροί μεγάλοι και μ' υπολόγιζαν στη γειτονιά οι πάντες. Που μ' έβαζαν στα σπίτια τους οι μεγαλύτερες κυρές και είχαν να το λένε πόσο ήμουν τίμια και δουλευταρού. Που δεν έβλαψα μυρμήγκι και δεν ξεστόμισα κακιά κουβέντα για κανέναν...

Εγώ δεν ήμουν, που συμπόνεσα κόσμο και κοσμάκη και που συμμάζεψα κι εκείνα τα παρατημένα της Σοφίας, της γειτόνισσας, και τά 'δωσα μια βούκα ψωμία να στηλωθούν και τά 'στρωσα να κοιμηθούν με τα παιδιά μου;...

Αχ, τι ήταν να τα θυμηθώ, η μαύρη, πάλι τα παιδιά μου; Παιδιά μεγάλωνα εγώ ή φίδια που γύρισαν να με δαγκώσουν; Να μη σώσει ποτέ μάνα να έρθει στη θέση τη δική μου! Να μην της φυλάει ποτέ η ζωή της τέτοια κατάντια, να βλαστημάει και να καταριέται τα σπλάχνα της που πιάσανε και θρέψανε ανάξια παιδιά.

Σαν τι υπάρχει για μια μάνα πάνω απ' τα παιδιά της; Σαν τι υπάρχει πιο βαθύ και πιο σκληρό για την καρδιά της απ' το να τα βρίζει για τις πράξεις τους και τις πομπές τους;

Και πού να ξέρω εγώ η αφορισμένη αυτά που κάνανε πίσω απ' τις πλάτες μου; Πού να τα μυριστώ τα ψέματα που μ' αραδιάζανε τις νύχτες, όταν τους περίμενα να τους ζεστάνω το φαΐ και να τους πω μια δυο κουβέντες, να τους δω, να τους χορτάσω και να τους χαρώ κι εγώ, η δόλια, που νύχτα έφευγα και νύχτα γύριζα στο σπίτι.

Πώς να ξέρω εγώ αυτές τις σκόνες του σατανά; 'Aκουγα μονάχα να τις αναφέρουν εδώ κι εκεί, κουβέντες σκόρπιες, κι έλεγα μέσα μου, "μπα, υπάρχουν άνθρωποι που τις παίρνουν, ξέροντας πως σκοτώνουν τον εαυτό τους;" Πού να το φανταστώ η καψερή, πως είχαν κιόλας μπει στο σπίτι μου και στα κορμιά των γιων μου;

Όταν μου φέρανε στο σπίτι μου εκείνο το κουτί και μού 'παν να το κρύψω στη βεράντα, δεν πήγε ο νους μου στο κακό. "Ε", λέω, "θα είναι τίποτα φωτογραφίες και παλιοφυλλάδες πρόστυχες, με γυναίκες γυμνές.", σαν κι εκείνες που βρήκα μια φορά στο παντελόνι του Νίκου και κολάστηκα που είδα με τα μάτια μου τόση ξετσιπωσιά. "Στα κομμάτια", είπα, "άντρες είναι μαθές, βράζει το αίμα τους, κι η γυναίκα άτιμο πράμα, δε χορταίνεται με τίποτα." Έμπλεξε, βλέπεις, ο Νίκος μου μ' εκείνο το παλιοθήλυκο, τη Σουλτάνα, που αντίς να τον στρώσει και να τον συμμαζέψει, τον ξεσήκωνε ακόμα περισσότερο.

"Θέλεις γυναίκα",του λέω μια μέρα, "βρες γιε μου ένα κοριτσάκι του Θεού, νοικοκυρεμένο, να σε νοικοκυρέψει κι εσένα κι άστην τη Σουλτάνα. Δεν έχει όνομα καλό."

Μα τι τα θες. Ο άντρας είναι σαν το σκυλί τ' αδέσποτο. Χιλιογλειμμένο κόκαλο να βρει, θα πάει να το ξαναγλείψει.

"Μάνα, εσύ τη δουλειά σου", μου λέει, "τα σφουγγαρόπανά σου."

"Ναι", του λέω, "αλλά μ' αυτά τα σφουγγαρόπανα, που έχεις μούτρα και τα περιγελάς, σας μεγάλωσα μέχρι τώρα."

Δε βαριέσαι. Κάτι τέτοια τ' άκουγαν βερεσέ. Όταν τους είδα να πάνε και να 'ρχονται με κάτι κουρσάρες που δεν μπορούσαν να στρίψουν στη γωνιά, τότε μου πρωτομπήκαν ψύλλοι στ' αυτιά.

"Φίλοι μας είναι", μου λέει ο μικρός.

"Οι πλούσιοι", του λέω, "που γυρνάνε με κουρσάρες από δω ως πέρα, δεν κάνουν φίλους παρακατιανούς σαν κι εσάς. Ή αν τους κάνουν, έχουν κακό σκοπό."

Αργότερα, που τους είδα ματσωμένους και τους δυο μ' ένα σωρό λεφτά, με ζώσανε τα φίδια για καλά.

"Ορκίσου, βρε", λέω στο μικρό, "πως έχεις τίμια λεφτά στην τσέπη."

"Βούλωστο μάνα", γυρνάει και μου λέει.

Μα εγώ, αντίς να το βουλώσω, τον έστρωσα στα λόγια και στα καλοπιάσματα και στα παρακάλια, μέχρι που με πήρανε τα κλάματα.

"Μη λυπηθείς εμένα μωρέ", του λέω. "Ξέχνα τα όσα τράβηξα για να σας μεγαλώσω, γιατί στη μάνα αυτά δεν τα θυμίζουνε ποτέ, το 'χει στη μοίρα της να τα τραβάει, αλλά λυπήσου τον εαυτό σου και τα νιάτα σου. Θα πάτε χαμένοι και οι δυο μια μέρα των ημερών. Θα το φάτε το κεφάλι σας και μακάρι να βγω ψεύτρα. Να, μα το ψωμί που έβαλα στο στόμα μου, μαύρες μέρες σας περιμένουν."

Και τι δεν τους είπα, Παναγία μου! Λόγια στο βρόντο. Χτυπούσανε την πόρτα πίσω τους και φεύγανε.

"'Aντε κι εσύ παράτε με", μου λέει μια μέρα πάλι ο μικρός, που τον ξεσκόλισε στο άψε - σβήσε ο μεγάλος.

Έγινα Τούρκα από το κακό μου.

"Σε ποιον μωρέ το λες αυτό και δεν κοκκινίζεις;" του λέω. "Σε ποιον μιλάς έτσι και δεν σου πέφτει η γλώσσα;"

Πώς άντεξε και σήκωσε χέρι απάνω μου, Χριστέ μου; Πώς βάσταξε η καρδιά του να με γεμίσει σημάδια στο κορμί; Μ' έσπρωξε μέσα απ' την πόρτα, με στρίμωξε στη γωνιά και γυάλιζαν τα μάτια του, έτρεμε το στόμα του, ήταν σαν παραλοϊσμένος.

"Πάει", λέω, "ήρθανε τα στερνά μου." Πιάστηκε η ανάσα μου, μελάνιασα ολόκληρη.

"Αχ, θα με πεθάνεις, μωρέ γιε μου", λέω, "κι όχι τίποτ' άλλο, μα θα 'χεις μια ζωή ολόκληρη το πιο βαρύ απ' τα κρίματα στην πλάτη σου."

Δεν ήταν να με λυπηθεί λιγάκι, να γλυκάνει ο λόγος του; Ποιος μου τ' αγρίεψε έτσι τα παιδιά μου; Ποιος μου τά 'κανε αγνώριστα για να βολοδέρνουν μέσα στην ατιμία; Αχ, κι αυτή η ζωή, πανάθεμά την. Για άλλους είναι όλο γλύκες και χαρές και γι' άλλους ατέλειωτο φαρμάκι. Σ' άλλους τα δίνει τα πλούτια και τα καλά με το τσουβάλι και σ' άλλους με το σταγονόμετρο, αν τύχει και δεν τους ξεχάσει ολότελα. Πώς τον έκανες έτσι, μωρέ Θεέ μου, τον κόσμο; Δεν μπορούσες να τα κανονίσεις λίγο πιο καλά, να τα μοιράσεις όλα ακριβοδίκαια;

Σαν τι σου φταίξανε, ας πούμε, τα παιδάκια της Σοφίας, να γεννηθούν από μια μάνα άχρηστη και πρόστυχη, που έχει συνέχεια το νου στους γκόμενους και πέφτει, δίχως δεύτερη κουβέντα, στο κρεβάτι οποιανού της τάξει ένα φουστάνι;

Σαν τι σου έφταιξα κι εγώ, η κυρά Στέλλα, κι όλες οι Στέλλες σαν κι εμένα, να πιούνε τέτοια φαρμάκια από παιδιά αχάριστα, που έχουν το νου τους στις ατιμίες;... Και να πεις πως δεν νοιάστηκα, και πως δεν μόχθησα για να τα μεγαλώσω; Από τότε που έβαλα στεφάνι και τά 'πιασα στα σπλάχνα μου, ένας αγώνας η ζωή μου για να τα καμαρώσω μια μέρα άξιους ανθρώπους, χρήσιμους και μυαλωμένους. Τι άλλο θέλει ένας γονιός για να πεθάνει ευτυχισμένος;

Πού πήγαν, Θεέ μου, εκείνες οι μέρες που τά 'βγαζα περίπατο και θάμαζε η γειτονιά; Με τα ρουχάκια τους τα καθαρά, χορτάτα κι αγαπημένα, τά 'βλεπα και ξεκουραζόταν το κορμί μου. Αλάφρωνε η ψυχή μου. Μέχρι και βραβείο έπαιρνα, δυο χρόνια απανωτά απ' τους γιατρούς, που ήτανε παιδιά γερά και ροδοκόκκινα και δεν μου αρρωσταίνανε καθόλου.

Κι όταν τα ξεπέταξα, έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά για να τα φέρω βόλτα και να μην τ' ακούσω να μου πουν ποτέ, πεινάω, ή κρυώνω, ή δεν έχω ετούτο και δεν έχω τ' άλλο. Πέθανε, βλέπεις, κι εκείνος ο βλογημένος ο Κοσμάς, απάνω που τον είχαμε ανάγκη. Κι εγώ, κι αυτά ακόμα περισσότερο. Αλλιώς είναι όταν πάει μπροστά ο πατέρας κι η μάνα στέκει από πίσω να βοηθάει. Αλλιώς κρατάει ο πατέρας το χαλινάρι των παιδιών του.

Εγώ, κατά πού να πρωτοκάνω; Το σπίτι μου να νοιάζομαι, λεφτά να βγάζω για να ζήσουμε, που όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο κι αβγάταιναν τα έξοδα, ή να προσέχω αυτούς να μην στραβοπατήσουν; Κι όμως! Τίποτα δεν τους έλειψε. Να φάνε κρέας τα παιδιά να δυναμώσουν. Να φάνε φρούτα τα παιδιά να κάνουν χρώμα. Να βάλουν και το παντελόνι το μακρύ, να βάλουν και γραβάτα. Να, και ποδήλατο τα παιδιά, να μη μου κουράζονται και μη μου κακοκαρδίζονται.

Χρεωμένη ως το λαιμό εγώ, να σφουγγαρίζω σκάλες και γραφεία ακόμα και τη νύχτα. "Βογγώντας", έλεγα, "θα πεθάνω εγώ. Αναστενάζοντας θα βγει εμένα η ψυχή μου. Απ' το δρόμο θα με μαζέψουνε καμιά μέρα, που να μην έσωνα να γεννηθώ ποτέ!" Μα πάλι έκανα κουράγιο μοναχή μου. "'Aντε, κυρά Στέλλα", έλεγα, "λίγο ακόμα και θα ξανασάνεις. Λίγο ακόμα και θα γίνουν άντρες τα παιδιά σου και θα σε θυμηθεί κι εσένα ο Θεός να ξαποστάσεις." Αμ δε που ξαπόστασα!

"Πιάστε, μωρέ, μια δουλίτσα", τους έλεγα, "να έχετε τα έξοδά σας, και ν' αφήνετε και τίποτα στο σπίτι, που σακατεύτηκα απ' την ξενοδουλειά!"
Ποιος να μ' ακούσει! Με τα φεγγάρια κάνανε από κανένα μεροκάματο. 'Aστρωτοι κι ασυμμάζευτοι.
"Μμμ, μπετατζής θα γίνω;" ο ένας.
"Μμμ, σοβατζής θα γίνω;" ο άλλος.
Είχανε μάθει, βλέπεις, πως βγαίνει κι ευκολότερα το χρήμα.

"Ας είχατε μυαλό", τους λέω, "να μαθαίνατε γράμματα και να μπαίνατε σε κανά γραφείο. Κι ύστερα, τι το κακό έχουν οι μπετατζήδες και οι σοβατζήδες; Δουλειές του Θεού είναι κι αυτές και καμιά δουλειά τίμια δεν είναι ντροπή. Νάτος ο γιος της Αφροδίτης από δίπλα. Δούλεψε κάμποσα χρόνια τσιράκι σε κείνον τον μαρμαρά και τώρα έχει μάντρα δική του και βγάζει του κόσμου τα λεφτά. Μέχρι κουζίνα ηλεκτρική αγόρασε στη μάνα του."

"Πάψε συ", μου λέει ο μικρός, "και κουζίνα ηλεκτρική θα σου πάρουμε και πολυθρόνες βελουδένιες να κάθεσαι και τηλεόραση για να περνάει η ώρα σου. Μη βιάζεσαι μονάχα."

Κακή μου μέρα αν ήθελα εγώ πολυθρόνες βελουδένιες και τηλεόραση για να περνάει η ώρα μου. Λες και την ώρα μου εγώ την είχα για ξόδεμα και δεν ήξερα πώς να τη σπαταλήσω. Εγώ το μόνο που λαχταρούσε η καρδιά μου, ήτανε να τους δω στρωμένους σε μια τίμια δουλειά, να τους πλένω τις φόρμες τις μουτζουρωμένες και να τους σιδερώνω τα πουκάμισα και να γλυκαίνω το μόχθο τους μέχρι να έρθει η ώρα να βρει το ταίρι του ο καθένας.

Κι αυτοί, αντίς για τίμια δουλειά, πήγαν και χώθηκαν ως το λαιμό στην ατιμία. Αμ έτσι πληρώνονται οι κούρσες και οι φίλοι οι σπουδαίοι. Ας όψονται κι αυτοί οι λεφτάδες, που τους βάλανε μπροστά για να βολεύονται καλύτερα εκείνοι και για να κουκουλώνουν τις πομπές τους...

Τι να πω τώρα; Ό,τι κι αν πω, δεν ωφελεί. Ποιον να κατηγορήσω; Ποιον είχαν να πάρουν για παράδειγμα κι αυτά, εκεί που ζούσαμε; Τι να δουν και να ζηλέψουν; Όλοι μάγκες και νταήδες της δεκάρας. Όλοι ξεσκολισμένοι απ' τα δεκαπέντε στην προστυχιά και στο κακό. Έβγαινα στο μπαλκόνι μου να δροσιστώ, κι ανάβανε τ' αυτιά μου απ' όσα άκουγα. Ή που θα μαχαιρώνονταν δυο σπίτια παρακάτω ή που θα βρίζονταν δυο σπίτια παραπάνω. Λίγοι οι καλοί, λίγοι και σκόρπιοι.

Τι μου φταίξανε, θα μου πεις, οι άνθρωποι του Θεού; Δεν γεννιέται κανένας ούτε πρόστυχος, ούτε κακός, ούτε φονιάς, ούτε κλέφτης. Γίνεται στο δρόμο, και με τον καιρό. Το πώς γίνεται είναι που δεν μπόρεσα να καταλάβω. Τότε σε ήθελα, εσένα δικαστή μου, να μου πεις εμένα, της αγράμματης και της φτωχιάς, τι πρέπει να κάνω για να γλιτώσω τα παιδιά μου απ' την κατρακύλα κι όχι που μ' έστειλες τώρα το χωροφύλακα να με μαζέψει με την κλούβα. Μα δε βαριέσαι! Ας είστε καλά, που μας παραπετάξατε εδώ, πίσω απ' τον κόσμο, στο συνοικισμό, και μας μαντρώσατε όλους τους παρακατιανούς και τους συφοριασμένους, λες κι είμαστε παραπανίσιος κόσμος.

Μα τι να πεις. Σαν είσαι φτωχός άλλοι στα κανονίζουν όλα. Σαν είσαι πλούσιος λύνεις και δένεις και μιλάς με τον παρά σου. Όλες οι πόρτες ανοιχτές. Κάπως αλλιώς τα είπε όμως ο Χριστός, αλλά βιαστήκαν να του πάρουν τη ζωή οι σταυρωτήδες. Χώρια που τον σταυρώνουνε ακόμα κάθε μέρα. Αχ, Παναγία μου κι εσύ, τι τράβηξες για τον μονογενή σου! Όμως τα δάκρυα τα δικά σου δεν ήταν δάκρυα ντροπής. Εσύ ήσουν περήφανη για το παιδί σου! Εμένα μ' έσυραν στη φυλακή για το χατίρι τους, μ' εξευτελίσανε στη γειτονιά και μολογάνε στις ρούγες πως τάχα έκανα στραβά μάτια για να τσεπώνω τα λεφτά τους.

Ακούς εκεί κουβέντες! Μαύρη μου μέρα αν πήρα εγώ ένα δίφραγκο απ' τα λεφτά τους. Ας είναι καλά οι πλάτες μου εμένα. Εγώ μυαλό και γνώση δεν είχα όσο έπρεπε για να τα βγάλω πέρα, σαν είδα να σκουραίνουνε τα πράγματα. Και σαν τι άλλο έπρεπε να κάνω η καψερή μου, για να τα φέρω στον ίσιο δρόμο; Δεν τα συμβούλεψα; Δεν έκλαψα; Δε μάλωσα, δε δάρθηκα και δεν μαδήθηκα παρακαλώντας τα; Δεν με κλώτσησε σαν το σκυλί εκείνος ο μικρός, τότε που βρήκα τα λεφτά στην τσέπη του;

Έπρεπε, λέει, να τα μαρτυρήσω στην αστυνομία. Έπρεπε να πω να έρθουν να τα πιάσουν. Αυτό έπρεπε σίγουρα να κάνω η μαύρη μου, αυτό. Μα έλα που δεν το άντεχε η καρδιά μου! Έλα που δεν βαστούσε η ψυχή μου! Βρες μου εσύ μια μάνα που να 'χει παραδώσει με τα χέρια της στο δήμιο και στο δικαστή τα ίδια τα παιδιά της κι εγώ το κόβω το κεφάλι μου. Κανένας δεν πονάει όσο η πονάει η μάνα τα παιδιά της. Όσο κι αν ντρέπεται κι αν βαρυγκομάει για το κατάντημά τους, όσο κι αν τα καταριέται, γι' αυτά χτυπάει μονάχα η καρδιά της. Έτσι είναι, βλέπεις, το φκιάξιμό της. Κάτι παραπανίσιο έβαλε φαίνεται ο Θεός στη λάσπη τότε που την έπλασε...

Καλύτερα, λέω καμιά φορά, Θε μου, να μη μ' αξίωνες να γίνω μάνα. Θα είχα μόνο έναν καημό. Τώρα έχω χιλιάδες να μου ρουφούν το αίμα κάθε μέρα σαν τις βδέλες. Να, κι ετούτο τον πόνο εδώ στα στήθια μου, από κάτι τέτοιες καλοσύνες και χαρές τον απόκτησα. Κάνει- κάνει, όλο και με ξαναθυμάται.

"Η καρδιά σου", μου λέει ο γιατρός. "Να την προσέχεις, να μην κουράζεσαι και να μην στενοχωριέσαι."

Και τι 'ναι η καρδιά, γιατρέ μου, για να την προσέξεις; Λουλούδι, να το πάρεις μέσα το χειμώνα και να το φυλάξεις απ' την παγωνιά; Όλα από κει περνάν, απ' την καρδιά, δε ρίχνονται στις πλάτες! Ή μπας και θαρρείς ότι οι στενοχώριες σου χτυπάν την πόρτα και σε ρωτάν αν θες να τις δεχτείς; Ας είχες κι εσύ τα βάσανα τα δικά μου, ας πέρναγες κι εσύ τα όσα πέρασα εγώ, και τότε θα βλέπαμε αν μπορούσες να μου πεις αυτά που γράφουν τα βιβλία σου. Έχεις ιδέα από σαράκι; Ε, τέτοιο με τρώει κι εμένα! Πόσο ν' αντέξει η καρδιά; Ξύλο να ήτανε θα είχε γίνει σκόνη! 'Aντε και να κάνω υπομονή, να πω "κουράγιο, θα 'ρθούν μέρες καλύτερες, θα βγούμε στον αφρό. Το λέει εξάλλου και η εκκλησία: θα γίνουν πρώτοι οι τελευταίοι." Με τι αβάντα να τα πω όμως αυτά; Σε τι να στηριχτώ να τα πιστέψω; Απ' το κακό στο χειρότερο. Ακόμα και να βγω απ' τη φυλακή, όπως μου λέει ο δικηγόρος, τι αύριο με περιμένει εμένα; Τι έχουμε μπροστά μας και οι τρεις; Δίκες και κόντρα δίκες, κι εφημερίδες να γράφουμε το κάθε τι με λεπτομέρειες, και μάρτυρες και όλες οι πομπές και οι ασχήμιες τους στ' αυτιά και στα στόματα του καθενός. Πώς να σταθώ στη γειτονιά από δω και πέρα; Πώς να με βάλουνε ξανά στα σπίτια τους οι άνθρωποι; Πώς να τα καταφέρω να κρύψω τη ντροπή μου και τη στενοχώρια μου και να τους δώσω κι αυτουνούς κουράγιο και βοήθεια;

Κι η φυλακή; Με τι πληρώνεται ετούτη η φυλακή, που θα την έχω καρφί στη σκέψη μου κι αγκάθι στην παλάμη μου να με πονάει, χρονάκια ολόκληρα και να με σακατεύει; Και καλά εγώ. Θα με βγάλουνε, λέει, γρήγορα. Μα ποιος ξέρει τι απόφαση θα βγει γι' αυτούς. Ποιος ξέρει πόσα χρόνια θα τους κλείσουν μέσα. Και θα 'ναι άραγε εδώ κοντά μου να τους φτάνω και να τους πάω και κανένα πιάτο φαγητό, ή θα τους παραπετάξουνε στην άλλη άκρη, να θέλω να τρέχω με τρένα και λεωφορεία για να τους πω μια καλημέρα;

Και τι θα είναι όταν βγουν μια μέρα από κει μέσα; Ό,τι δεν μπόρεσαν να μάθουν τότε που ήτανε έξω απ' τα σίδερα, θα το μάθουν τώρα, όσο θα είναι από μέσα...

Αχ, πες, να μη σώνει ποτέ ο άνθρωπος να φτάνει στην κατάντια τη δικιά μου. Να τον κόβει ο Θεός μια ώρα γρηγορότερα. Καλότυχος ο μακαρίτης ο Κοσμάς, που έκλεισε τα μάτια του πριν δει αυτά που βλέπω και περνάω εγώ τώρα. Γι' αυτό ευχήθηκα κι εγώ απόψε, Παναγία μου, να μού 'κλεινες κι εμένα τα μάτια και να κοιμηθώ μια και καλή, τον ύπνο τον μεγάλο. Μα ξέχασέ το. Έτσι, για μια μόνο στιγμή πέρασε αυτή η σκέψη απ' το μυαλό μου. Τώρα είναι που πρέπει να τ' ανοίξω τα μάτια μου καλά καλά! Τώρα είναι που πρέπει να στηλώσω το κορμί, όσο παιδεμένο και χτυπημένο κι αν είναι. Τώρα πρέπει να ζήσω, να σφίξω τα δόντια και ν' αντέξω. Αν κλείσω εγώ τα μάτια, ποιος θα τα συμμαζέψει; Ποιος θα βρεθεί να τα πονέσει και να τα νοιαστεί σαν εμένα, κι όσο θα είναι μες στη φυλακή, κι αργότερα που θα βγουν ξανά στον κόσμο. Τώρα είναι που μ' έχουν περισσότερο ανάγκη. Θα βρεθούν άφραγκοι, κατατρεγμένοι, χωρίς τους φίλους τους σπουδαίους, και με τη ρετσινιά του καταδικασμένου, τα χρόνια της φυλακής, βούλα με πυρωμένο σίδερο στο κούτελο. Τον κίνδυνο τον μεγάλο να κάνουνε χειρότερα απ' τα πριν, τώρα τον έχουνε μπροστά τους. Ένα βήμα μπρος, ή δέκα πίσω, αρκεί ποιος θα τους πέσει από δίπλα... Ίσως πάλι, και μ' όσα τραβήξουν στη φυλακή να βρούνε επιτέλους το σωστό και να 'ρθούνε στα λόγια τα δικά μου. Υπάρχουν, λέει, και νοσοκομεία για να γιατρεύονται αυτοί που παίρνουν τέτοιες σκόνες. Μπας και τους καταφέρω, όταν θα βγουν με το καλό, να γίνουν άνθρωποι σωστοί και χρήσιμοι. Μήπως και τα παθήματα τους βάλουν γνώση κι αλλάξουν φέρσιμο και δρόμο. Μπας και τα καταφέρω κι εγώ ν' αρχίσω πάλι απ' την αρχή, να βρω μονάχη μου τι έκανα και τι δεν έπρεπε να κάνω.

Βλέπεις, Παναγία μου, ούτε και να πεθάνω δεν μπορώ. Τίποτε δεν ορίζω πια απ' τον εαυτό μου! Και να ζήσω βαρύ και να πεθάνω ακόμα βαρύτερο. Έτσι με καταντήσανε τα ίδια τα παιδιά μου, που καλή μέρα να τους εύρει και τους δυο...



ΤΟΠΙΚΑ ΝΕΑ

Τις πρωινές ώρες χθες, βρέθηκε νεκρή στο Τμήμα Ασφαλείας της πόλης μας, η χήρα Σ. Παπαδοπούλου, καθαρίστρια το επάγγελμα, και μητέρα των αδερφών Γ. και Ν. Παπαδοπούλου, που κρατούνται επίσης για τη γνωστή υπόθεση ναρκωτικών. Εξακριβώθηκε ότι ο θάνατός της προήλθε από καρδιακή προσβολή.

Τούλα Τίγκα, "Τοπικά νέα", Τρικαλινό Ημερολόγιο (Τρίκαλα 1987), χρόνος 11ος, σ. 231-238




Λίγα ψιγματα ανθρωπιας εψαξα να βρω μεσ' τη ψυχη μου, αλλα το μόνο που βρήκα ήταν ενα άδειο κενό...


__________________
KATHE MERA ISOS NA NAI ALLI MIA XARTINI MERA PERA OS PERA SINESTHIMATA POY DEN ADIAZOYN SAN KSERA..... XARTINES MERES POY SE SKOTONOYN KATHE MERA KAI SINESTHIMATA POY KATHE XARTINI MERA MENOYN ZONTANA KAI PRAGMATIKA OPO TIN PROTI FORA
Page 1 of 1  sorted by
 
Quick Reply

Please log in to post quick replies.

Tweet this page Post to Digg Post to Del.icio.us


Create your own FREE Forum
Report Abuse
Powered by ActiveBoard